-
1 στοιχέω
A to be drawn up in a line or row, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω beside whom I stand in battle,—from the oath of Athenian citizens, ap.Stob.4.1.48, cf. Poll.8.105; move in line, X.Cyr.6.3.34, Eq.Mag.5.7; to be in rows, of leaves or joints, Thphr.HP3.18.5, 3.5.3; κατὰ τὸ στοιχοῦν in sequence, Arist.Int. 19b24.II c. dat., fit, [καταστρωτῆρα] στοιχοῦντα τοῖς κειμένοις IG7.3073.153
(Lebad., ii B.C.): metaph., to be in line with, walk by, agree with, submit to,τῇ τῆς συγκλήτου προθέσει Plb.28.5.6
; (Delph., i B.C.);τῇ πρός τινα εὐνοίᾳ BCH55.44
(Odessus, i B.C.);ταῖς πλείοσι γνώμαις D.H.6.65
;τῷ νομίσματι S.E.M.1.178
; τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις ib. 11.59;Πνεύματι Ep.Gal.5.25
, cf. Ep.Phil.3.16;τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12
; στοίχεις ([dialect] Aeol. [tense] pres. part.)τοῖς προϋπαργμένοισι IGRom. 4.1302
(Cyme, i B.C./i A.D.);ἠθέλησεν στοιχοῦσαν τοῖς προπεπραγμένοις παρέχεσθαι τοῖς πολίταις τὴν αὑτοῦ διάληψιν OGI764.45
(Pergam., ii B.C.); μιᾷ ς. to be contented with one wife, Sch.Ar.Pl. 773; (vi A.D.): abs.,στοιχεῖν βουλόμενος καὶ τοῖς ἐκείνων ἴχνεσιν ἐπιβαίνειν SIG708.5
(Istropolis, ii B.C.); στοιχεῖς τὸν νόμον φυλάσσων observest it regularly, Act.Ap. 21.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοιχέω
-
2 ἴχνος
A track, footstep, Od.17.317, Hes.Op. 680, Hdt.4.82; of the spoor of game, X.Cyn.6.15, etc.: metaph., track, trace,κατ' ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον A.Ag. 695
(lyr.); ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν.. λόγων ἴ. Id.Pr. 845;ἴ. κακῶν ῥινηλατούσῃ Id.Ag. 1184
;ἴ. παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας S. OT 109
;ἴ. τειχέων E.Hel. 108
;ἴχνη τῶν πληγῶν Pl.Grg. 524c
;τὰ τῶν κονδύλων ἴ. Aeschin.3.212
: with neg., not a trace,μαζῶν οὐδὲ ἴχνη Aret.SD1.8
; ἴ. ποδὸς θεῖναι, Lat. vestigia ponere, E.IT 752, cf. Or. 234;θέσθαι AP7.464
(Antip.); λεπτὸν ἴ. ἀρβύλης τίθετε step softly, E.Or. 140 (lyr.);ἴ. ἐπαντέλλειν ποδός Id.Ph. 105
(lyr.);ἴ. ἐρείδειν AP5.300
(Paul. Sil.); ἐν ἴχνεσί τινος πόδα νέμειν (metaph.) Pi.N.6.15;ἰχνῶν τινος ἔχεσθαι Lib.Or.64.4
;τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12
; κατ' ἴχνος ᾄσσειν, κατ' ἴχνη διώκειν, S.Aj.32, Pl.R. 410b, cf. E.Hec. 1059 (lyr.);εἰς ἴχνος τινὸς ἰέναι Pl.Ep. 330e
; ἴ. μετιέναι, μετελθεῖν, Id.Phdr. 276d, Tht. 187e; ἴχνους προσάπτεσθαι hit upon a trail, Id.Plt. 290d;τοῖς ἀρχαίοις ἴ. ἐς τὰ θεμέλια χρωμένους Jul.Or.2.66b
; ;μήτ' ἴ. μήτ' αἴθυγμα.. παραδιδόντων Phld.Sign.29
, cf. Rh.1.91 S.3 hard sole of the foot, LXX De.11.24,al., Gal.10.876, Orib.47.9.7; sole of a shoe, Hp.Art.62,Arr.Ind.16.5; sandal, POxy.1449.51 (pl., iii A.D.).5 ἴ. ἀνθρώπινον, as a measure of length, Ruf.Anat.31.6 track, route in the desert, PRyl.197.8 (ii A.D.).7 pl., representations of footprints as votive offerings indicating the presence of a God,ἀνέθηκαν.. κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ ἐνέργιαν ἴχνη αὐτοῦ χρύσεα τέσσερα BCH51.106
([place name] Panamara), etc.
См. также в других словарях:
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek